- ἀραγμός
- ἀράγδην, ἄραγμα, ἀραγμόςSee also: ἀράσσωPage in Frisk: 1,128
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα … Dictionary of Greek
ἀραγμός — clashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῖς — ἀραγμός clashing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῦ — ἀραγμός clashing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμούς — ἀραγμός clashing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμῶν — ἀραγμός clashing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμόν — ἀραγμός clashing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)